αυτοχειριάζομαι

αυτοχειριάζομαι
(αποθ.)
αυτοκτονώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αυτοχειριάζομαι — άστηκα, ασμένος, αυτοκτονώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”